διαλογή
διαλογ-ή, ἡ,(διαλέγω)
2). = διάλογος or διάλεξις, Ps.- Vit.Hom. 36 .
3). account, BGU 584.4 , 578.4 (ii A.D.).
4). οἱ ἐπὶ τῆς δ. or πρὸς τῇ δ., officials in charge of checking and transmission of documents to the archives, POxy. 34vii 3 (ii A.D.), PLips. 10ii33 (iii A.D.).