Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαλλακτής
διαλλακτικός
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλληλος
διαλλοιόω
διάλλομαι
διάλλυδις
διαλλύος
διαλμα
διαλοάω
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογικός
διαλόγισμα
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
View word page
διαλοάω
διᾰλοάω, strengthd. for ἀλοάω, Ael. NA 1.9 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαλοάω
Headword (normalized):
διαλοάω
Headword (normalized/stripped):
διαλοαω
IDX:
25166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25167
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διᾰλοάω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ἀλοάω,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0545.tlg001:1:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0545.tlg001:1.9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ael.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">NA</span> 1.9 </a>.</div><br><br>'}