Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαλλακτήριος
διαλλακτής
διαλλακτικός
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλληλος
διαλλοιόω
διάλλομαι
διάλλυδις
διαλλύος
διαλμα
διαλοάω
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογικός
διαλόγισμα
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
View word page
διαλμα
διαλμα, ατος, τό, as gymnastic term,
A). = ἅλμα , Sch. Pi. O. 13.39 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαλμα
Headword (normalized):
διαλμα
Headword (normalized/stripped):
διαλμα
IDX:
25165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25166
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαλμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, as gymnastic term, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἅλμα</span> , Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg001.perseus-grc1:13:39" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg001.perseus-grc1:13.39/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pi.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">O.</span> 13.39 </a>.</div> </div><br><br>'}