Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαλλακτήρ
διαλλακτήριος
διαλλακτής
διαλλακτικός
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλληλος
διαλλοιόω
διάλλομαι
διάλλυδις
διαλλύος
διαλμα
διαλοάω
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογικός
διαλόγισμα
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
View word page
διαλλύος
διαλλύος· ὁ ἀντὶ ἄλλου διακονῶν, Hsch. (Perh.
A). f.l. for διάμοιος. )


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαλλύος
Headword (normalized):
διαλλύος
Headword (normalized/stripped):
διαλλυος
IDX:
25164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25165
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαλλύος·</span> <span class="foreign greek">ὁ ἀντὶ ἄλλου διακονῶν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Perh. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">διάμοιος.</span> )</div> </div><br><br>'}