Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάλλαγμα
διαλλακτήρ
διαλλακτήριος
διαλλακτής
διαλλακτικός
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλληλος
διαλλοιόω
διάλλομαι
διάλλυδις
διαλλύος
διαλμα
διαλοάω
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογικός
διαλόγισμα
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
View word page
διάλλυδις
διάλλῠδις, Adv.
A). = ἄλλυδις (q.v.) ἄλλη, Epic.in Arch.Pap. 7.4 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάλλυδις
Headword (normalized):
διάλλυδις
Headword (normalized/stripped):
διαλλυδις
IDX:
25163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25164
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάλλῠδις</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἄλλυδις</span> (q.v.) <span class="foreign greek">ἄλλη,</span> Epic.in<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Arch.Pap.</span> 7.4 </span>.</div> </div><br><br>'}