Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαληρέω
διάληψις
διάλιθος
διαλιμπάνω
διαλινάω
Διάλιος
διαλιχμάομαι
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτήρ
διαλλακτήριος
διαλλακτής
διαλλακτικός
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλληλος
διαλλοιόω
διάλλομαι
διάλλυδις
διαλλύος
διαλμα
View word page
διαλλακτήριος
διαλλ-ακτήριος, ον,
A). mediating, conciliating, λόγοι D.H. 5.31 .


ShortDef

mediating, conciliating

Debugging

Headword:
διαλλακτήριος
Headword (normalized):
διαλλακτήριος
Headword (normalized/stripped):
διαλλακτηριος
IDX:
25155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25156
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαλλ-ακτήριος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mediating, conciliating,</span> <span class="quote greek">λόγοι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:5:31" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:5.31/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> 5.31 </a> .</div> </div><br><br>'}