Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάληξις
διαληπτέον
διαληπτικός
διαληπτός
διαληρέω
διάληψις
διάλιθος
διαλιμπάνω
διαλινάω
Διάλιος
διαλιχμάομαι
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτήρ
διαλλακτήριος
διαλλακτής
διαλλακτικός
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλληλος
διαλλοιόω
View word page
διαλιχμάομαι
διαλιχμάομαι,
A). = διαλείχω , lamb. Bab. 3 , Agath. 2.3 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαλιχμάομαι
Headword (normalized):
διαλιχμάομαι
Headword (normalized/stripped):
διαλιχμαομαι
IDX:
25151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25152
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαλιχμάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διαλείχω</span> , lamb.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Bab.</span> 3 </span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4024.tlg001:2:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4024.tlg001:2.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span> 2.3 </a>.</div> </div><br><br>'}