Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάλεπτος
ὐνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
διάλημμα
διάληξις
διαληπτέον
διαληπτικός
διαληπτός
διαληρέω
διάληψις
διάλιθος
διαλιμπάνω
διαλινάω
Διάλιος
διαλιχμάομαι
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτήρ
View word page
διαληπτός
διαληπτ-ός, , όν,
A). distinguishable, Id. Ep. 1p.16U.


ShortDef

distinguishable

Debugging

Headword:
διαληπτός
Headword (normalized):
διαληπτός
Headword (normalized/stripped):
διαληπτος
IDX:
25144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25145
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαληπτ-ός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">distinguishable,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0537.tlg006:1p.16U" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0537.tlg006:1p.16U/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ep.</span> 1p.16U. </a> </div> </div><br><br>'}