Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαλεκτέον
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
ὐνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
διάλημμα
διάληξις
διαληπτέον
διαληπτικός
διαληπτός
διαληρέω
διάληψις
View word page
διαλεσχαίνω
διαλεσχαίνω,
A). prate, chatter, Phryn. PS p.36B.


ShortDef

prate, chatter

Debugging

Headword:
διαλεσχαίνω
Headword (normalized):
διαλεσχαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαλεσχαινω
IDX:
25136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25137
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαλεσχαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">prate, chatter,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1608.tlg001:p.36B" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1608.tlg001:p.36B/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phryn.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">PS</span> p.36B. </a> </div> </div><br><br>'}