Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
ὐνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
διάλημμα
διάληξις
διαληπτέον
διαληπτικός
διαληπτός
View word page
διάλεπτος
διάλεπτ-ος, ον,
A). very small or narrow, ὑμήν Eust. 1157.18 .


ShortDef

very small

Debugging

Headword:
διάλεπτος
Headword (normalized):
διάλεπτος
Headword (normalized/stripped):
διαλεπτος
IDX:
25134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25135
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάλεπτ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">very small</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">narrow,</span> <span class="quote greek">ὑμήν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1157:18" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1157.18/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1157.18 </a> .</div> </div><br><br>'}