Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
ὐνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
διάλημμα
διάληξις
διαληπτέον
View word page
διαλεπίζω
διαλεπίζω,
A). strip of bark, δένδρον Gloss.


ShortDef

strip of bark

Debugging

Headword:
διαλεπίζω
Headword (normalized):
διαλεπίζω
Headword (normalized/stripped):
διαλεπιζω
IDX:
25132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25133
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαλεπίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">strip of bark,</span> <span class="foreign greek">δένδρον</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}