Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαλεαίνω
διαλεγδόν
διαλέγω
διάλειμμα
διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
ὐνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
View word page
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτ-ικεύομαι,
A). 'chop logic', M.Ant. 8.13 , Gal. 13.573 .


ShortDef

'chop logic'

Debugging

Headword:
διαλεκτικεύομαι
Headword (normalized):
διαλεκτικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαλεκτικευομαι
IDX:
25127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25128
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαλεκτ-ικεύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">\'chop logic\',</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:8:13" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:8.13/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">M.Ant.</span> 8.13 </a>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.573 </span>.</div> </div><br><br>'}