Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαλανθάνω
διάλαυρος
διαλαφυσσω
διαλαχαίνω
διαλγέω
διαλγής
διαλεαίνω
διαλεγδόν
διαλέγω
διάλειμμα
διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
View word page
διαλειπτόν
διᾰλειπτόν, τό,(διαλείφω)
A). liniment, Hp. Mul. 1.97 .


ShortDef

liniment

Debugging

Headword:
διαλειπτόν
Headword (normalized):
διαλειπτόν
Headword (normalized/stripped):
διαλειπτον
IDX:
25121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25122
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διᾰλειπτόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>,(<span class="etym greek">διαλείφω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">liniment,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg036:1:97" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg036:1.97/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mul.</span> 1.97 </a>.</div> </div><br><br>'}