Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαλαμπρύνω
διαλάμπω
διάλαμψις
διαλανθάνω
διάλαυρος
διαλαφυσσω
διαλαχαίνω
διαλγέω
διαλγής
διαλεαίνω
διαλεγδόν
διαλέγω
διάλειμμα
διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
View word page
διαλεγδόν
διαλεγδόν· διαφερόντως, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαλεγδόν
Headword (normalized):
διαλεγδόν
Headword (normalized/stripped):
διαλεγδον
IDX:
25118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25119
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαλεγδόν·</span> <span class="foreign greek">διαφερόντως,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}