Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαλάλησις
διαλαλία
διαλαμβάνω
διαλαμπής
διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
διάλαμψις
διαλανθάνω
διάλαυρος
διαλαφυσσω
διαλαχαίνω
διαλγέω
διαλγής
διαλεαίνω
διαλεγδόν
διαλέγω
διάλειμμα
διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείφω
View word page
διαλαφυσσω
διαλᾰφυσσω, aor. 1 διελάφυξα,
A). waste, squander, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαλαφυσσω
Headword (normalized):
διαλαφυσσω
Headword (normalized/stripped):
διαλαφυσσω
IDX:
25113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25114
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαλᾰφυσσω</span>, aor. 1 <span class="foreign greek">διελάφυξα,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">waste, squander,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}