Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαλαλέω
διαλάλησις
διαλαλία
διαλαμβάνω
διαλαμπής
διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
διάλαμψις
διαλανθάνω
διάλαυρος
διαλαφυσσω
διαλαχαίνω
διαλγέω
διαλγής
διαλεαίνω
διαλεγδόν
διαλέγω
διάλειμμα
διαλειπτόν
διαλείπω
View word page
διάλαυρος
διάλαυρος (sc. οἰκία), ,
A). block of houses surrounded by streets, Hsch.


ShortDef

block of houses surrounded by streets

Debugging

Headword:
διάλαυρος
Headword (normalized):
διάλαυρος
Headword (normalized/stripped):
διαλαυρος
IDX:
25112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25113
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάλαυρος</span> (sc. <span class="foreign greek">οἰκία</span>), <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">block of houses surrounded by streets,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}