διαλανθάνω
διαλανθάνω, fut.
A). -λήσω , and as v.l. in 3.16 Acut.(Sp.). 21 -λήσομαι: aor. διέλαθον: pf. διαλέληθα Euthd. 278a :— escape notice, with part., διαλήσει χρηστὸς ὤν Isoc.l.c.; but also διαλαθὼν ἐσέρχεται : c. acc. pers., 3.25 escape the notice of, θεούς Mem. 1.4.19 ; σὲ τοῦτο διαλέληθε Pl.l.c., ; 1.44 ὁ διαλεληθὼς (sc. λόγος), a fallacy, . 2.8
II). abscond, BGU 1187.23 (i B. C.), PSI 4.285.11 (iv A.D.).