Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αἱμωδία
αἱμωδιασμός
αἱμωδιάω
αἵμων
αἱμώνιος
αἱμωπός
αἰναρέτης
Αἰνείας
αἰνελένη
αἰνεπίκουρος
αἰνέσιμοι
αἴνεσις
αἰνετήριος
αἰνετής
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
αἰνήθεστος
αἴνημι
αἴνησις
αἰνητός
View word page
αἰνέσιμοι
αἰν-έσιμοι· καθήκοντες, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αἰνέσιμοι
Headword (normalized):
αἰνέσιμοι
Headword (normalized/stripped):
αινεσιμοι
IDX:
2510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2511
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἰν-έσιμοι·</span> <span class="foreign greek">καθήκοντες</span>, Id.</div><br><br>'}