Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαλαβή
διαλαγχάνω
διαλαιμοτομέομαι
διαλακέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλάλησις
διαλαλία
διαλαμβάνω
διαλαμπής
διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
διάλαμψις
διαλανθάνω
διάλαυρος
διαλαφυσσω
διαλαχαίνω
διαλγέω
διαλγής
διαλεαίνω
View word page
διάλαμπρος
διά-λαμπρος, ον,
A). clean, white, ἐσθῆτες Demoph. Sim. 25 .


ShortDef

clean, white

Debugging

Headword:
διάλαμπρος
Headword (normalized):
διάλαμπρος
Headword (normalized/stripped):
διαλαμπρος
IDX:
25107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25108
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διά-λαμπρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">clean, white,</span> <span class="quote greek">ἐσθῆτες</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Demoph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Sim.</span> 25 </span> .</div> </div><br><br>'}