Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακωπηλατέω
διαλαβή
διαλαγχάνω
διαλαιμοτομέομαι
διαλακέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλάλησις
διαλαλία
διαλαμβάνω
διαλαμπής
διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
διάλαμψις
διαλανθάνω
διάλαυρος
διαλαφυσσω
διαλαχαίνω
διαλγέω
διαλγής
View word page
διαλαμπής
δια-λαμπής, ές,
A). white-hot, EM 109.33 .


ShortDef

white-hot

Debugging

Headword:
διαλαμπής
Headword (normalized):
διαλαμπής
Headword (normalized/stripped):
διαλαμπης
IDX:
25106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25107
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-λαμπής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">white-hot,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 109.33 </span>.</div> </div><br><br>'}