Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακωλυτέον
διακωλυτής
διακωλυτικός
διακωλύω
διακωμῳδίω
διάκων
διακωνέω
διακωπηλατέω
διαλαβή
διαλαγχάνω
διαλαιμοτομέομαι
διαλακέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλάλησις
διαλαλία
διαλαμβάνω
διαλαμπής
διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
View word page
διαλαιμοτομέομαι
διαλαιμοτομέομαι, Pass.,
A). have one's throat cut, Mnesim. 4.16 .


ShortDef

have one's throat cut

Debugging

Headword:
διαλαιμοτομέομαι
Headword (normalized):
διαλαιμοτομέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαλαιμοτομεομαι
IDX:
25099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25100
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαλαιμοτομέομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">have one\'s throat cut,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0476.tlg001:4:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0476.tlg001:4.16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Mnesim.</span> 4.16 </a>.</div> </div><br><br>'}