Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αἱμώδης
αἱμωδία
αἱμωδιασμός
αἱμωδιάω
αἵμων
αἱμώνιος
αἱμωπός
αἰναρέτης
Αἰνείας
αἰνελένη
αἰνεπίκουρος
αἰνέσιμοι
αἴνεσις
αἰνετήριος
αἰνετής
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
αἰνήθεστος
αἴνημι
αἴνησις
View word page
αἰνεπίκουρος
αἰν-επίκουρος·
ἐπὶ κακῷ βοηθῶν
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αἰνεπίκουρος
Headword (normalized):
αἰνεπίκουρος
Headword (normalized/stripped):
αινεπικουρος
IDX:
2509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2510
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἰν-επίκουρος·</span> <span class="foreign greek">ἐπὶ κακῷ βοηθῶν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}