Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διακωδωνίζω
διακώλυμα
διακώλυσις
διακωλυτέον
διακωλυτής
διακωλυτικός
διακωλύω
διακωμῳδίω
διάκων
διακωνέω
διακωπηλατέω
διαλαβή
διαλαγχάνω
διαλαιμοτομέομαι
διαλακέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλάλησις
διαλαλία
διαλαμβάνω
διαλαμπής
View word page
διακωπηλατέω
διακωπηλᾰτέω
,
A).
gloss on
διερέττοντα
,
Suid.
διακωχή
, v.
διοκωχή.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διακωπηλατέω
Headword (normalized):
διακωπηλατέω
Headword (normalized/stripped):
διακωπηλατεω
IDX:
25096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25097
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακωπηλᾰτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">διερέττοντα</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> <span class="orth greek">διακωχή</span>, v. <span class="ref greek">διοκωχή.</span> </div> </div><br><br>'}