Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακυρόω
διακωδωνίζω
διακώλυμα
διακώλυσις
διακωλυτέον
διακωλυτής
διακωλυτικός
διακωλύω
διακωμῳδίω
διάκων
διακωνέω
διακωπηλατέω
διαλαβή
διαλαγχάνω
διαλαιμοτομέομαι
διαλακέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλάλησις
διαλαλία
διαλαμβάνω
View word page
διακωνέω
διακωνέω,
A). daub with pitch, Hsch.


ShortDef

daub with pitch

Debugging

Headword:
διακωνέω
Headword (normalized):
διακωνέω
Headword (normalized/stripped):
διακωνεω
IDX:
25095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25096
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακωνέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">daub with pitch,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}