Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διάκτωρ
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυβιστάω
διακυδόμεναι
διακυκάω
διακυλινδέω
διακυμαίνω
διακυνοφθαλμίζομαι
διακύπτω
διακυρίττεσθαι
διακυρόω
διακωδωνίζω
διακώλυμα
διακώλυσις
διακωλυτέον
διακωλυτής
διακωλυτικός
διακωλύω
διακωμῳδίω
διάκων
View word page
διακυρίττεσθαι
διακῠρίττεσθαι
,
A).
fight,
prop. of rams,
Hsch.
ShortDef
fight
Debugging
Headword:
διακυρίττεσθαι
Headword (normalized):
διακυρίττεσθαι
Headword (normalized/stripped):
διακυριττεσθαι
IDX:
25084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25085
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακῠρίττεσθαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fight,</span> prop. of rams, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}