Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διακρύπτω
διακτενίζω
διακτέον
διακτορία
διάκτορος
δίακτος
διάκτωρ
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυβιστάω
διακυδόμεναι
διακυκάω
διακυλινδέω
διακυμαίνω
διακυνοφθαλμίζομαι
διακύπτω
διακυρίττεσθαι
διακυρόω
διακωδωνίζω
διακώλυμα
διακώλυσις
View word page
διακυδόμεναι
διακυδόμεναι·
διαχεόμεναι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διακυδόμεναι
Headword (normalized):
διακυδόμεναι
Headword (normalized/stripped):
διακυδομεναι
IDX:
25078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25079
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακυδόμεναι·</span> <span class="foreign greek">διαχεόμεναι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}