Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακρότως
διάκρουσις
διακρουστικός
διακρούω
διακρύπτω
διακτενίζω
διακτέον
διακτορία
διάκτορος
δίακτος
διάκτωρ
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυβιστάω
διακυδόμεναι
διακυκάω
διακυλινδέω
διακυμαίνω
διακυνοφθαλμίζομαι
διακύπτω
διακυρίττεσθαι
View word page
διάκτωρ
διάκτωρ, ορος, ,
A). = διάκτορος, βούταν δ. AP 10.101 (Bianor); διάκτορσι· ἡγεμόσι, βασιλεῦσιν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάκτωρ
Headword (normalized):
διάκτωρ
Headword (normalized/stripped):
διακτωρ
IDX:
25074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25075
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάκτωρ</span>, <span class="itype greek">ορος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διάκτορος, βούταν δ.</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 10.101 </span> (Bianor); <span class="foreign greek">διάκτορσι· ἡγεμόσι, βασιλεῦσιν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}