Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάκριτος
διακροβολίζομαι
διακροβολισμός
διάκροκος
διακροτέω
διακρότως
διάκρουσις
διακρουστικός
διακρούω
διακρύπτω
διακτενίζω
διακτέον
διακτορία
διάκτορος
δίακτος
διάκτωρ
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυβιστάω
διακυδόμεναι
διακυκάω
View word page
διακτενίζω
διακτενίζω,
A). comb well, διεκτενισμένα μειράκια Philostr. VA 8.7 .


ShortDef

comb well

Debugging

Headword:
διακτενίζω
Headword (normalized):
διακτενίζω
Headword (normalized/stripped):
διακτενιζω
IDX:
25069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25070
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακτενίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">comb well,</span> <span class="quote greek">διεκτενισμένα μειράκια</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0638.tlg001:8:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0638.tlg001:8.7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philostr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">VA</span> 8.7 </a> .</div> </div><br><br>'}