Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάκρισις
διακριτέον
διακριτής
διακριτικός
διακριτικότης
διάκριτος
διακροβολίζομαι
διακροβολισμός
διάκροκος
διακροτέω
διακρότως
διάκρουσις
διακρουστικός
διακρούω
διακρύπτω
διακτενίζω
διακτέον
διακτορία
διάκτορος
δίακτος
διάκτωρ
View word page
διακρότως
διακρότως, Adv.
A). = ἀποκρότως , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διακρότως
Headword (normalized):
διακρότως
Headword (normalized/stripped):
διακροτως
IDX:
25064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25065
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακρότως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀποκρότως</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}