Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακρίνω
Διάκριοι
διάκρισις
διακριτέον
διακριτής
διακριτικός
διακριτικότης
διάκριτος
διακροβολίζομαι
διακροβολισμός
διάκροκος
διακροτέω
διακρότως
διάκρουσις
διακρουστικός
διακρούω
διακρύπτω
διακτενίζω
διακτέον
διακτορία
διάκτορος
View word page
διάκροκος
διάκροκος, ον,
A). containing saffron, κολλύρια Gal. 12.608 .


ShortDef

containing saffron

Debugging

Headword:
διάκροκος
Headword (normalized):
διάκροκος
Headword (normalized/stripped):
διακροκος
IDX:
25062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25063
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάκροκος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">containing saffron,</span> <span class="quote greek">κολλύρια</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.608 </span> .</div> </div><br><br>'}