Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάκριμα
διακρίνω
Διάκριοι
διάκρισις
διακριτέον
διακριτής
διακριτικός
διακριτικότης
διάκριτος
διακροβολίζομαι
διακροβολισμός
διάκροκος
διακροτέω
διακρότως
διάκρουσις
διακρουστικός
διακρούω
διακρύπτω
διακτενίζω
διακτέον
διακτορία
View word page
διακροβολισμός
διακροβολ-ισμός, ,
A). skirmishing, mock-fight, Str. 3.3.7 .


ShortDef

skirmishing, mock-fight

Debugging

Headword:
διακροβολισμός
Headword (normalized):
διακροβολισμός
Headword (normalized/stripped):
διακροβολισμος
IDX:
25061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25062
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακροβολ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">skirmishing, mock-fight,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:3:3:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:3:3:7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Str.</span> 3.3.7 </a>.</div> </div><br><br>'}