Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακουφίζω
διακούω
διάκοψις
διακραδαίνω
διακράζω
διακρατέω
διακράτημα
διακράτησις
ητε
διακρατητικός
διακρατυντικός
Διακρεῖς
διακρέκω
διακρημνίζω
διακρηνόω
διακριβεία
διακριβολογέομαι
διακριβόω
διακρίβωσις
διακριβωτέον
διακριδά
View word page
διακρατυντικός
διακρᾰτ-υντικός, , όν,
A). making firm, τῶν ὀδόντων Dsc. 1.30 .


ShortDef

making firm

Debugging

Headword:
διακρατυντικός
Headword (normalized):
διακρατυντικός
Headword (normalized/stripped):
διακρατυντικος
IDX:
25039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25040
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακρᾰτ-υντικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">making firm,</span> <span class="quote greek">τῶν ὀδόντων</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.30 </span> .</div> </div><br><br>'}