Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διακοσιοντάχους
διακοσιοντάκις
διακοσιοκαιτεσσαρακοντάχους
διακοσιοστός
διακοσκιν<εύ>ω
διακοσμέω
διακόσμησις
διακοσμητικός
διάκοσμος
διακουράζομαι
διακουστής
διακουφίζω
διακούω
διάκοψις
διακραδαίνω
διακράζω
διακρατέω
διακράτημα
διακράτησις
ητε
διακρατητικός
View word page
διακουστής
διακουστής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
hearer,
θεῶν καὶ ἀνθρώπων
PMag.Leid.V.
7.8
.
ShortDef
hearer
Debugging
Headword:
διακουστής
Headword (normalized):
διακουστής
Headword (normalized/stripped):
διακουστης
IDX:
25028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25029
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακουστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hearer,</span> <span class="quote greek">θεῶν καὶ ἀνθρώπων</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Leid.V.</span> 7.8 </span> .</div> </div><br><br>'}