Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακόσιοι
διακοσιοντάχους
διακοσιοντάκις
διακοσιοκαιτεσσαρακοντάχους
διακοσιοστός
διακοσκιν<εύ>ω
διακοσμέω
διακόσμησις
διακοσμητικός
διάκοσμος
διακουράζομαι
διακουστής
διακουφίζω
διακούω
διάκοψις
διακραδαίνω
διακράζω
διακρατέω
διακράτημα
διακράτησις
ητε
View word page
διακουράζομαι
διακουράζομαι· τὸ ἀτενὲς βλέπειν, EM 267.27 , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διακουράζομαι
Headword (normalized):
διακουράζομαι
Headword (normalized/stripped):
διακουραζομαι
IDX:
25027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25028
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακουράζομαι·</span> <span class="foreign greek">τὸ ἀτενὲς βλέπειν,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:267:27" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:267.27/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 267.27 </a>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}