Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακοσιάκις
διακοσιάπρωτοι
διακόσιοι
διακοσιοντάχους
διακοσιοντάκις
διακοσιοκαιτεσσαρακοντάχους
διακοσιοστός
διακοσκιν<εύ>ω
διακοσμέω
διακόσμησις
διακοσμητικός
διάκοσμος
διακουράζομαι
διακουστής
διακουφίζω
διακούω
διάκοψις
διακραδαίνω
διακράζω
διακρατέω
διακράτημα
View word page
διακοσμητικός
διακοσμ-ητικός, , όν,
A). regulative, δύναμις Iamb. Myst. 10.6 .


ShortDef

regulative

Debugging

Headword:
διακοσμητικός
Headword (normalized):
διακοσμητικός
Headword (normalized/stripped):
διακοσμητικος
IDX:
25025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25026
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακοσμ-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">regulative,</span> <span class="quote greek">δύναμις</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg006:10:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg006:10.6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Iamb.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Myst.</span> 10.6 </a> .</div> </div><br><br>'}