Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακορίζω
διακορκορυγέω
διάκορος
διακοσιάκις
διακοσιάπρωτοι
διακόσιοι
διακοσιοντάχους
διακοσιοντάκις
διακοσιοκαιτεσσαρακοντάχους
διακοσιοστός
διακοσκιν<εύ>ω
διακοσμέω
διακόσμησις
διακοσμητικός
διάκοσμος
διακουράζομαι
διακουστής
διακουφίζω
διακούω
διάκοψις
διακραδαίνω
View word page
διακοσκιν<εύ>ω
διακοσκῐν<εύ>ω,
A). riddle, sift thoroughly, Gal. 10.355 ( Pass.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διακοσκιν<εύ>ω
Headword (normalized):
διακοσκιν<εύ>ω
Headword (normalized/stripped):
διακοσκιν<ευ>ω
IDX:
25022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25023
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακοσκῐν&lt;εύ&gt;ω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">riddle, sift thoroughly,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 10.355 </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}