Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διακορέω
διακορής
διακόρησις
διακορίζω
διακορκορυγέω
διάκορος
διακοσιάκις
διακοσιάπρωτοι
διακόσιοι
διακοσιοντάχους
διακοσιοντάκις
διακοσιοκαιτεσσαρακοντάχους
διακοσιοστός
διακοσκιν<εύ>ω
διακοσμέω
διακόσμησις
διακοσμητικός
διάκοσμος
διακουράζομαι
διακουστής
διακουφίζω
View word page
διακοσιοντάκις
διᾱκοσι-οντάκις
,
A).
two hundred times,
Suid.
ShortDef
two hundred times
Debugging
Headword:
διακοσιοντάκις
Headword (normalized):
διακοσιοντάκις
Headword (normalized/stripped):
διακοσιοντακις
IDX:
25019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25020
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διᾱκοσι-οντάκις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">two hundred times,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}