Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακόντωσις
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
διακόρευσις
διακορεύω
διακορέω
διακορής
διακόρησις
διακορίζω
διακορκορυγέω
διάκορος
διακοσιάκις
View word page
διακοπτέον
δια-κοπτέον,
A). one must cut short, πρεσβείας ἀκαίρους Plu. 2.819a .


ShortDef

one must cut short

Debugging

Headword:
διακοπτέον
Headword (normalized):
διακοπτέον
Headword (normalized/stripped):
διακοπτεον
IDX:
25005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25006
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-κοπτέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must cut short,</span> <span class="quote greek">πρεσβείας ἀκαίρους</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.819a </span> .</div> </div><br><br>'}