Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακονία
διακονικός
διακόνιν
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακόντωσις
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
διακόρευσις
διακορεύω
διακορέω
διακορής
διακόρησις
View word page
διακόντωσις
διακόντωσις, εως, ,
A). = κόντωσις , Ael. NA 12.43 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διακόντωσις
Headword (normalized):
διακόντωσις
Headword (normalized/stripped):
διακοντωσις
IDX:
25001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25002
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακόντωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κόντωσις</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0545.tlg001:12:43" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0545.tlg001:12.43/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ael.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">NA</span> 12.43 </a>.</div> </div><br><br>'}