Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακόνιν
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακόντωσις
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
διακόρευσις
View word page
διακόνισσα
διᾱκόνισσα
,
ἡ
,
A).
deaconess,
IG
3.3527
.
ShortDef
deaconess
Debugging
Headword:
διακόνισσα
Headword (normalized):
διακόνισσα
Headword (normalized/stripped):
διακονισσα
IDX:
24997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24998
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διᾱκόνισσα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deaconess,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 3.3527 </span>.</div> </div><br><br>'}