Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακομπέω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακόνιν
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακόντωσις
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
View word page
διακονίς
διακονίς, ίδος, , a kind of coarsely woven
A). tunic, Hsch.; also ἄνθρωπος ὁ μὴ πυκνὸς δ., Id.


ShortDef

tunic

Debugging

Headword:
διακονίς
Headword (normalized):
διακονίς
Headword (normalized/stripped):
διακονις
IDX:
24996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24997
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακονίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, a kind of coarsely woven <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tunic,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; also <span class="foreign greek">ἄνθρωπος ὁ μὴ πυκνὸς δ.,</span> Id.</div> </div><br><br>'}