Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακομπάξω
διακομπέω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακόνιν
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακόντωσις
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
View word page
διακόνιον
διακόνιον, τό, a sort of
A). cake, Pherecr. 156 .


ShortDef

cake

Debugging

Headword:
διακόνιον
Headword (normalized):
διακόνιον
Headword (normalized/stripped):
διακονιον
IDX:
24995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24996
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακόνιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, a sort of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cake,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0486.tlg001:156" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0486.tlg001:156/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pherecr.</span> 156 </a>.</div> </div><br><br>'}