Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακομίξω
διάκομμα
διακομπάξω
διακομπέω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακόνιν
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακόντωσις
διακοπή
διάκοπος
View word page
διακόνιν
διακόνιν· δυσκίνητον (Cret.), Hsch.; cf. διάκινον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διακόνιν
Headword (normalized):
διακόνιν
Headword (normalized/stripped):
διακονιν
IDX:
24993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24994
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακόνιν·</span> <span class="foreign greek">δυσκίνητον</span> (Cret.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">διάκινον.</span> </div><br><br>'}