Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακολουθέω
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίξω
διάκομμα
διακομπάξω
διακομπέω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακόνιν
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
View word page
διακονητικός
διᾱκον-ητικός, , όν,
A). pertaining to service, Alex. Aphr. de An. 59.14 .


ShortDef

pertaining to service

Debugging

Headword:
διακονητικός
Headword (normalized):
διακονητικός
Headword (normalized/stripped):
διακονητικος
IDX:
24990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24991
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διᾱκον-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pertaining to service,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.</span> </span> Aphr.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">de An.</span> 59.14 </span>.</div> </div><br><br>'}