Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολλητικός
διακολουθέω
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίξω
διάκομμα
διακομπάξω
διακομπέω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακόνιν
διακονίομαι
διακόνιον
View word page
διακομπάξω
διακομπάξω,
A). boast one against the other, πολλὰ δὴ διεκόμπασας σὺ κἀγώ Ar. V. 1248 (Burges for -κομίσας).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διακομπάξω
Headword (normalized):
διακομπάξω
Headword (normalized/stripped):
διακομπαξω
IDX:
24985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24986
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακομπάξω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">boast one against the other,</span> <span class="quote greek">πολλὰ δὴ διεκόμπασας σὺ κἀγώ</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg004.perseus-grc1:1248" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg004.perseus-grc1:1248/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">V.</span> 1248 </a> (Burges for <span class="foreign greek">-κομίσας</span>).</div> </div><br><br>'}