Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακοιρανέοντα
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολλητικός
διακολουθέω
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίξω
διάκομμα
διακομπάξω
διακομπέω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
View word page
διακολουθέω
διᾰκολουθέω, strengthd. for ἀκολουθέω, v.l. in S.E. M. 7.275 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διακολουθέω
Headword (normalized):
διακολουθέω
Headword (normalized/stripped):
διακολουθεω
IDX:
24980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24981
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διᾰκολουθέω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ἀκολουθέω,</span> v.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0544.tlg002:7:275" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0544.tlg002:7.275/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">M.</span> 7.275 </a>.</div><br><br>'}