Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακοιρανέοντα
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολλητικός
διακολουθέω
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίξω
διάκομμα
διακομπάξω
διακομπέω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
View word page
διακολλητικός
διᾰκολλ-ητικός, prob.
A). f.l. for διακωλυτικός, ἔργα Poll. 7.209 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διακολλητικός
Headword (normalized):
διακολλητικός
Headword (normalized/stripped):
διακολλητικος
IDX:
24979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24980
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διᾰκολλ-ητικός</span>, prob.<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">διακωλυτικός, ἔργα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:7:209" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:7.209/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 7.209 </a>.</div> </div><br><br>'}