Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακνημόομαι
διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακοιρανέοντα
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολλητικός
διακολουθέω
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίξω
διάκομμα
διακομπάξω
διακομπέω
διακονέω
διακόνημα
View word page
διακόλλησις
διᾰκόλλ-ησις, εως, ,
A). joining together, σωλήνων PLond. 3.1177.305 (ii A.D.).


ShortDef

joining together

Debugging

Headword:
διακόλλησις
Headword (normalized):
διακόλλησις
Headword (normalized/stripped):
διακολλησις
IDX:
24978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24979
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διᾰκόλλ-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">joining together,</span> <span class="quote greek">σωλήνων</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 3.1177.305 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}