Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακναίω
διακνημόομαι
διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακοιρανέοντα
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολλητικός
διακολουθέω
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίξω
διάκομμα
διακομπάξω
διακομπέω
διακονέω
View word page
διακόλλημα
διᾰκόλλ-ημα, ατος, τό,
A). stuffing, Eup. 409 .


ShortDef

stuffing

Debugging

Headword:
διακόλλημα
Headword (normalized):
διακόλλημα
Headword (normalized/stripped):
διακολλημα
IDX:
24977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24978
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διᾰκόλλ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stuffing,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0461.tlg001:409" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0461.tlg001:409/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eup.</span> 409 </a>.</div> </div><br><br>'}