Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διακλονέω
διακλύζω
διάκλυσμα
διακλυσμός
διακλυστήριον
διακναίω
διακνημόομαι
διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακοιρανέοντα
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολλητικός
διακολουθέω
διακολυμβάω
διακομιδή
View word page
διακοινοποιέω
διακοινοποιέω,
A). use interchangeably, ὀνόματα Sch. Pi. P. 4.25 .


ShortDef

use interchangeably

Debugging

Headword:
διακοινοποιέω
Headword (normalized):
διακοινοποιέω
Headword (normalized/stripped):
διακοινοποιεω
IDX:
24972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24973
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διακοινοποιέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">use interchangeably,</span> <span class="foreign greek">ὀνόματα</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg002.perseus-grc1:4:25" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg002.perseus-grc1:4.25/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pi.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">P.</span> 4.25 </a>.</div> </div><br><br>'}